- εφεβδοματικός
- ἐφεβδοματικός, -ή, -όν (Α)πάπ. επόπτης, ο προϊστάμενος τής εβδομάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑβδοματικός, παράλλ. τ. τού ἑβδομαδικός (< ἑβδομάς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφεβδοματικούς — ἐφεβδοματικός presiding over the week masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)